πλησιασμός

From LSJ
Revision as of 08:12, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλησιασμός Medium diacritics: πλησιασμός Low diacritics: πλησιασμός Capitals: ΠΛΗΣΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: plēsiasmós Transliteration B: plēsiasmos Transliteration C: plisiasmos Beta Code: plhsiasmo/s

English (LSJ)

ὁ, Dor. πλᾱτιασμός Dius ap.Stob.4.21.16:—A approach, φοβεροῦ Arist.Rh.1382a32, cf. A.D. Adv.161.21. 2 sexual intercourse, Arist.HA536a15, Poll.5.93.

German (Pape)

[Seite 635] ὁ, Annäherung, Nähe, φοβεροῦ, Arist. rhet. 2, 5; Umgang, bes. fleischlicher, D. L. 2, 100.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
approche.
Étymologie: πλησιάζω.

Greek (Liddell-Scott)

πλησιασμός: ὁ, Δωρ. πλᾱτιασμός, Δῖος παρὰ Στοβ. 409. 2· ― τὸ πλησιάζειν, προσέγγισις, τοῦ φοβεροῦ Ἀριστ. Πολιτ. 2. 5, 2. 2) σαρκικὴ μῖξις, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 11, Πολυδ. Ε΄, 93, Δῖος παρὰ Στοβ. ἔνθ’ ἀνωτ.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. πλατιασμός, ὁ, Α πλησιάζω
1. η πράξη του πλησιάζω, προσέγγιση, ζύγωμα, σίμωμα
2. (κυρίως για ζώα) σαρκική ένωση, συνουσία.

Greek Monotonic

πλησιασμός: ὁ, Δωρ. πλᾱτιασμός, Δίος παρά Στοβ.· πλησίασμα, προσέγγιση, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

πλησιασμός:
1) приближение (τοῦ φοβεροῦ Arst.);
2) Arst. = πλησίασις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλησιασμός -οῦ, ὁ [πλησιάζω] het dichterbij komen, nadering.

Middle Liddell

πλησιασμός, οῦ, ὁ,
Dius in Stob.:— an approaching, approach, Arist.