προπομπεύω

From LSJ
Revision as of 08:34, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπομπεύω Medium diacritics: προπομπεύω Low diacritics: προπομπεύω Capitals: ΠΡΟΠΟΜΠΕΥΩ
Transliteration A: propompeúō Transliteration B: propompeuō Transliteration C: propompeyo Beta Code: propompeu/w

English (LSJ)

go before in a procession, Posidon.36 J.; βοΐ ἀξίᾳ τῆς θεοῦ Inscr.Prien.109.215 (ii B.C.); τινος before him or it, Plu.2.365b, Luc. Merc.Cond.25, Hdn.5.6.8; Ἡλίου Jul.Or.4.154b: abs., Hdn.2.8.6; τὸν θεόν POxy.1381.19(ii A.D.): metaph., πρό τινος Iamb. Myst.2.4.

German (Pape)

[Seite 741] bei einem feierlichen Aufzuge vorangehen, Luc. merc. cond. 25 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

1 intr. marcher en tête d'une procession ; en gén. marcher en tête, former l'avant-garde;
2 tr. accompagner ou escorter processionnellement ; en gén. accompagner, faire cortège.
Étymologie: πρό, πομπεύω.

Greek (Liddell-Scott)

προπομπεύω: προπορεύομαι ἐν πομπῇ, τινὸς Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 25, Πλούτ. 2. 365Α, Ἡρῳδιαν. 5. 6. ἀπολ., Ἡρῳδιαν. 2. 13, κτλ. 2) φέρω τι ἐν πομπῇ πρό τινος, προπομπεύειν ῥάβδους ἐνομοθέτησεν (ὁ Ρωμύλος) Αἰλ. περὶ Ζῴων 10, 22.

Greek Monolingual

Α
1. προπορεύομαι σε πομπή
2. φέρνω κάτι μπροστά σε κάποιον με πομπή
3. συνοδεύω κάποιον για παροχή προστασίας και για λόγους ευγενείας
4. θριαμβεύω, στέφομαι με λαμπρή επιτυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πομπεύω «συνοδεύω ως πομπός»].

Greek Monotonic

προπομπεύω: (προπομπός), μέλ. -σω, αυτός που βαδίζει από πριν, προπορεύεται σε μια πομπή, τινός πριν από αυτόν ή αυτό, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

προπομπεύω: идти во главе шествия, предшествовать (τινός Luc., Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προπομπεύω [προπομπή] in processie begeleiden.

Middle Liddell

fut. σω προπομπός
to go before in a procession, τινός before him or it, Luc.