σιδηροτόκος
From LSJ
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
English (LSJ)
ον, producing iron, AP9.561 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 880] Eisen erzeugend, hervorbringend, βῶλος Ἰβηριάδος, Philp. 68 (IX, 561).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui produit du fer.
Étymologie: σίδηρος, τίκτω.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηροτόκος: -ον, ὁ παράγων, γεννῶν σίδηρον, Ἀνθ. Π. 9. 561.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που παράγει σίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ἀρρενοτόκος.
Greek Monotonic
σῐδηροτόκος: -ον (τίκτω), αυτός που παράγει, γεννά σίδηρο, που περιέχει σίδηρο, σιδηρούχος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
σῐδηροτόκος: рождающий железо (βῶλος Ἰβηριάδος Anth.).