σταφυλίτης
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, guardian of grapes, epithet of Dionysus, Ael.VH3.41.
German (Pape)
[Seite 931] ὁ, der Traubige, heißt Dionysos, Ael. H. A. 3, 41.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
le dieu du raisin (Dionysos).
Étymologie: σταφυλή.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰφῠλίτης: ὁ, ὁ τὰς σταφυλὰς φυλάττων, ἐπίθ. τοῦ Βάκχου, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 41.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
1. η σταφυλή της υπερώας
2. φρ. «σταφυλίτης μυς» — μικρός μυς της οπίσθιας επιφάνειας της σταφυλής
αρχ.
(ως προσωνυμία του Διονύσου) αυτός που προστατεύει τα σταφύλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή + επίθημα -ίτης (πρβλ. σταφιδ-ίτης)].