συνδιασκοπέω

From LSJ
Revision as of 09:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιασκοπέω Medium diacritics: συνδιασκοπέω Low diacritics: συνδιασκοπέω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΣΚΟΠΕΩ
Transliteration A: syndiaskopéō Transliteration B: syndiaskopeō Transliteration C: syndiaskopeo Beta Code: sundiaskope/w

English (LSJ)

fut. -σκέψομαι J.AJ6.6.2: aor. 1 inf. -σκέψασθαι Pl. Prt.349a:—look through or examine along with, Pl.Prt.l.c., 361d:— so in pres. Med., Id.R.458b.

German (Pape)

[Seite 1008] mit od. zugleich durchschen, betrachten, untersuchen; μετὰ σοῦ ἂν ἥδιστα ταῦτα συνδιασκοποίην, Plat. Prot. 361 d; u. eben so med. praes., Rep. V, 458 b Eryx. 399 e.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
examiner avec ou ensemble : τί τινι examiner qch avec qqn.
Étymologie: σύν, διασκοπέω.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιασκοπέω: μέλλ. -σκέψομαι, συνδιασκέπτομαι, συνεξετάζω, τί τινι ἢ μετά τινος Πλάτ. Πρωτ. 349Β, 361D ― οὕτως ἐν τῷ μέσ. ἐνεστ., ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 458Β· ― ὁ τύπος συνδιασκέπτομαι ἀπαντᾷ ἐν Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 415. 38.

Greek Monotonic

συνδιασκοπέω: μέλ. -σκέψομαι, συνεξετάζω ή διερευνώ από κοινού με, τί τινι ή μετά τινος, σε Πλάτ.· ομοίως στον Μέσ. ενεστ., στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

συνδιασκοπέω: Plat. = συνδιασκέπτομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-διασκοπέω zowel act. als med. samen (met...) helemaal beschouwen of onderzoeken, met dat., met μετά + gen. met iem.

Middle Liddell

fut. -σκέψομαι
to look through or examine along with, τί τινι or μετά τινος Plat.:—so in pres. mid., Plat.