συρίγγιον
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
τό, Dim. of σῦριγξ, A little reed or pipe, Plu.2.456a, Artem.4.72: also σῡριγγ-ίδιον, Hero Spir.1.16. 2 hole in a wheel, Hsch. 3 small fistula or ulcer, Hp.Epid.6.8.27. 4 = σῦριγξ 1.4, Dsc.1.13. 5 groove, channel, Ath.Mech.14.10.
German (Pape)
[Seite 1040] τό, dim. von σῦριγξ, kleine Röhre, Sp. – Auch kleines hohles Geschwür, Fistel, Medic.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit roseau.
Étymologie: σῦριγξ.
Greek (Liddell-Scott)
σῡρίγγιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σῦριγξ, μικρὸς κάλαμος, μικρὰ σῦριγξ, παρὰ Πλουτ. 2. 456Α, ἐπὶ μικρᾶς σύριγγος δι’ ἧς ὁρίζεται ἡ φωνή· ὡσαύτως συριγγίδιον, Ἥρων Πνευμ. 170Λ. 2) ἡ ἐν τῷ τροχῷ κεντρικὴ ὀπή, Ἡσύχ. 3) τὸ ἕλκος συρίγγιον, Λατ. fistula, Ἱππ. 1201D.
Russian (Dvoretsky)
σῡρίγγιον: τό маленький тростник, дудочка Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σῡρίγγιον -ου, τό [σῦριγξ] kleine fistel, pijpzweer.