ἀγοραστής
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
English (LSJ)
οῦ, ὁ, the slave who had to buy provisions for the house, purveyor, X.Mem.1.5.2:—generally, purchaser, μέτριος ἀ. Men.500, cf. Arist.Oec.1352b6, Dinon12, Ael.VH12.1, POxy.298.48 (i A.D.).
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 que hace la compra, encargado de la compra cierto esclavo, X.Mem.1.5.2.
2 comprador φειδωλὸς ... καὶ μέτριος ἀ. Men.Fr.390, cf. Arist.Oec.1352b6, Dino 12, SEG 24.1179, 1182, 38.1680 (todas Alejandría III a.C.), LXX To.1.13BA, τῆς οἰκίας POxy.298.48 (I d.C.), τοῦ κλήρου BGU 360.8 (II d.C.), cf. Ael.VH 12.1.
German (Pape)
[Seite 21] ὁ, der Käufer, Aristot. Oec. II, 34; Athen. XIV, 652 c. Bes. hieß so der den Einkauf für die Küche besorgende Sklav, der später ὀψωνάτωρ hieß, vgl. Poll. 3, 126 (ὁ ἀγ. ἐπὶ τοῦ ὀψωνοῦντος τέτακται); Athen. IV, 171 a (ἐκάλουν ἀγ. τὸν τὰ ὄψα ὠνούμενον) u. das. Men. B. A. 339 ὃν'Ρωμαῖοι ὀψωνάτορα καλοῦσιν. So schon Xen. Mem. 1, 5, 2 διάκονος καὶ ἀγ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
esclave chargé d'acheter les provisions au marché.
Étymologie: ἀγοράζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγοραστής: -οῦ, ὁ, δοῦλος, ὅστις ἠγόραζε τὰ ἐπιτήδεια διὰ τὸν οἶκον, ὁ «ψωνιστής», Ξεν. Ἀπομ. 1. 5, 2. Παρὰ μεταγεν. ὀψωνάτωρ, Λατ. obsonator, Ἀθ. 171, Α: - καθόλου, ὁ ἀγοραστὴς ὡς καὶ νῦν ἔτι, μέτριος ἀγ., Μένανδρ. ἐν «Φανίῳ», 2.
Greek Monotonic
ἀγοραστής: -οῦ, ὁ (ἀγοράζω), δούλος, αρμόδιος για την αγορά προμηθειών για το σπίτι, προμηθευτής, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀγοραστής: οῦ ὁ
1) закупщик (раб, закупавший продовольствие) Xen.;
2) покупатель Men.
Middle Liddell
ἀγοράζω
the slave who bought provisions for the house, the purveyor, Xen.