ἀντιχόρηγος

From LSJ
Revision as of 13:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιχόρηγος Medium diacritics: ἀντιχόρηγος Low diacritics: αντιχόρηγος Capitals: ΑΝΤΙΧΟΡΗΓΟΣ
Transliteration A: antichórēgos Transliteration B: antichorēgos Transliteration C: antichorigos Beta Code: a)ntixo/rhgos

English (LSJ)

ὁ, rival choragus, And.4.20, D.21.59.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ corego rival And.4.20, D.21.59.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chorège rival.
Étymologie: ἀντί, χορηγός.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιχόρηγος: ὁ, ἀντίπαλος χορηγός, Ἀνδοκ. 31. 36, Δημ. 533. 14· πρβλ. Οὐολφίου Δημ. πρὸς Λεπτ. σ. XCI.

Greek Monolingual

ἀντιχόρηγος, ο (Α)
αντίπαλος χορηγός.

Greek Monotonic

ἀντιχόρηγος: ὁ, αντίπαλος χορηγός, σε Δημ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιχόρηγος: ὁ хорег-соперник (τινι Dem.).

Middle Liddell

a rival choragus, Dem., etc.