ἀπαληθεύω
Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual
English (LSJ)
speak the whole truth, πρός τινα X.Oec.3.12: c. acc., χρόνος ὁ πάντα ἐκκαλύπτων καὶ ἀπαληθεύων Ael.Fr.62.
Spanish (DGE)
decir la verdad πρὸς ἡμᾶς X.Oec.3.12
•tr. χρόνος ὁ πάντα ἐκκαλύπτων καὶ ἀπαληθεύων el tiempo, que desvela y dice la verdad de todas las cosas Ael.Fr.62.
German (Pape)
[Seite 276] die Wahrheit gerad heraussagen, Xen. Oec. 3, 12. Auch die Wahrheit erforschen; bewähren, Suid.
French (Bailly abrégé)
dire la vérité.
Étymologie: ἀπό, ἀληθεύω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπᾰληθεύω: λέγω πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν, πρός τινα Ξεν. Οἰκ. 3. 12. ἐν μέσ. τύπ. ΙΙ. ἀπαληθεύω, ἐξευρίσκω τὴν ἀλήθειαν, ἐκφαίνω τὴν ἀλήθειαν, Σουΐδ.
Greek Monolingual
ἀπαληθεύω (Α)
λέω όλη την αλήθεια.
Greek Monotonic
ἀπᾰληθεύω: λέγω ολόκληρη την αλήθεια, στη Μέσ., σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀπᾰληθεύω: говорить всю правду (πρός τινα Xen.).