ἀποσιτέω
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
cease to eat, starve, Luc.Asin.33; lose appetite, Orib. inc.6.25.
Spanish (DGE)
dejarse morir de hambre, ayunar hasta morir ὥστε καὶ ὅλως ἀποσιτῆσαι τοῦ λοιποῦ ἐγνώκειν Luc.Asin.33
•perder el apetito Gal.16.729.
German (Pape)
[Seite 324] zu essen aufhören, fasten, Luc. Asin. 33.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
cesser de manger.
Étymologie: ἀπόσιτος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσῑτέω: ἀπέχομαι τροφῆς, μένω ἄσιτος, ἀποκτείνω ἐμαυτὸν λιμῷ, Λουκ. Ὄν. 33: ἀποβάλλω, χάνω τὴν ὄρεξίν μου, Ὀρειβάσ. 3. 104, πρβλ. ἀποκαρτερέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσῑτέω: переставать есть, поститься Luc.