ἐφηλόω
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
nail on, in Pass., Apollod.Poliorc.158.8, Ath.Mech.25.3: metaph., τῶνδ' ἐφήλωται τορῶς γόμφος διαμπάξ the bolt is driven home, i. e. it is irrevocably fixed, A.Supp.944; cf. ἐφαλόω.
German (Pape)
[Seite 1117] annageln, τῶνδ' ἐφήλωται τορῶς γόμφος διαμπάξ Aesch. Suppl. 922, es ist wie angenagelt, unwiderruflich beschlossen; – ἐφηλωτός, angenagelt, Mathem. vett.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
clouer.
Étymologie: ἐπί, ἡλόω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφηλόω: καρφώνω τι στερεῶς· τῶνδ’ ἐφήλωται τορῶς γόμφος διαμπάξ, μεταφ., ὡρίσθη τὸ πρᾶγμα ἀμετακλήτως, Αἰσχύλ. Ἱκ. 944.
Russian (Dvoretsky)
ἐφηλόω: пригвождать, приколачивать: τῶνδε ἐφήλωται τορῶς γόμφος διαμπάξ Aesch. это крепко пригвождено сквозным гвоздем, т. е. незыблемо, нерушимо.