κάλλιον
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
(A), neut. of καλλίων, used as adverb, v. sub καλός c.
(B), τό, precinct used as a Court at Athens, AB269, cf. Androt. ap. Poll.8.121 (Κάλλειον, fr. καλλίας, Phot.); at Cyzicus, apptly. a
A board or bench of magistrates, ἄρχων τοῦ καλλίου IGRom.4.153 (ii A. D.); cf. καλλιάζω, καλλιαρχέω.
German (Pape)
[Seite 1310] neutr. von καλλίων (s. καλός); – τὸ κάλλιον, nach B. A. 269 u. Poll. 8, 121 ein Gerichtshof in Athen; bei Phot. p. 126 κάλλειον.
French (Bailly abrégé)
neutre de καλλίων, Cp. de καλός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάλλιον comp. n., van καλός.
Russian (Dvoretsky)
κάλλιον: compar. n к καλός.
English (Autenrieth)
see κᾶλός.
Greek Monolingual
(I)
κάλλιον (AM)
1. (ουδ. συγκρ. βαθμού του επιθ. καλός) ωραιότερο ή καλύτερο
2. (ως επίρρ.) καλύτερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καλλίων.
(II)
κάλλιον, τὸ (Α)
(στην Αθήνα) τόπος που χρησίμευε ως δικαστήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.
ΠΑΡ. αρχ. καλλιάζω (II).
ΣΥΝΘ. αρχ. καλλιαρχώ].
Greek Monotonic
κάλλῑον: ουδ. του καλλίων, το οποίο χρησιμ. ως επίρρ., βλ. καλός Γ.
Greek (Liddell-Scott)
κάλλιον: οὐδέτ. τοῦ καλλίων, ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ., ἴδε ἐν λ. καλὸς Γ.