καταδειλιάω
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
show cowardice, D.61.28; spoil by cowardice, οὐδέν X. An.7.6.22.
German (Pape)
[Seite 1345] aus Feigheit versehen, vernachlässigen, τί neben καταβλακεύω Xen. An. 7, 6, 22; ἐξεπλάγης ἢ κατεδειλίασας Dem. 61, 28; Hdn. 2, 5, 8.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 être abattu, paralysé par la peur;
2 reculer par crainte devant, acc..
Étymologie: κατά, δειλιάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-δειλιάω zich heel laf gedragen.
Russian (Dvoretsky)
καταδειλιάω: робеть, пугаться (οὐδέν Xen.; χειμῶνος ὥρᾳ, ἐν τῇ μάχῃ Plut.): ἐξεπλάγης ἢ κατεδειλίασας Dem. остолбеневший или оробевший.
Greek Monotonic
καταδειλιάω: μέλ. -άσω [ᾱ], δείχνω δειλία, σημάδια φόβου, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
καταδειλιάω: μέλλ. -άσω ᾱ, δεικνύω δειλίαν, Ξεν. Ἀν. 7. 6, 22, Δημ. 1410. 5, Ἡρῳδιαν. 2. 5.