πρέσβευμα

From LSJ
Revision as of 21:53, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

βραχεῖ λόγῳ δὲ πολλὰ πρόσκειται σοφά → there is much wisdom to be found in few words

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρέσβευμα Medium diacritics: πρέσβευμα Low diacritics: πρέσβευμα Capitals: ΠΡΕΣΒΕΥΜΑ
Transliteration A: présbeuma Transliteration B: presbeuma Transliteration C: presvevma Beta Code: pre/sbeuma

English (LSJ)

ατος, τό, ambassador, in plural, πρεσβεύματ' οὐ Δήμητρος ἐς μυστήρια E.Supp.173, cf. Rh.936; collectively, the embassy, Plu. Tim.9; but, embassies, missions, Id.2.541e.

German (Pape)

[Seite 698] τό, Gesandtschaft, Eur. Rhes. 936 Suppl. 173, beide Male im plur., vgl. Valck. Diatr. 194, Plut. Timol. 9.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
collect. les membres d'une ambassade, ambassade.
Étymologie: πρεσβεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρέσβευμα -ατος, τό [πρεσβεύω] gezantschap.

Russian (Dvoretsky)

πρέσβευμα: ατος τό (только pl.) члены посольства, посольство Eur., Plut.

Greek Monolingual

-ατος, τὸ, Α πρεσβεύω
1. πρεσβευτής
2. (με περιληπτ. σημ.) πρεσβεία
3. αποστολή πρέσβεων.

Greek Monotonic

πρέσβευμα: τό, πρεσβεία, σώμα πρέσβεων, σε πληθ., σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πρέσβευμα: τό, πρεσβευτής, ἐν τῷ πληθ. (πρβλ. παίδευμα, κτλ.), πρεσβεύματ’ οὐ Δήμητρος ἐς μυστήρια Εὐρ. Ἱκέτ. 173, πρβλ. Ρῆσ. 936· ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως περιληπτικῶς, οἱ πρέσβεις, Πλουτ. Τιμολ. 9., 2. 541Α.

Middle Liddell

πρέσβευμα, ατος, τό,
an ambassador, embassy, in plural, Eur.