προσεπίσταμαι
From LSJ
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
English (LSJ)
understand or know besides, τι Pl.Phdr.268b, Chrm.170b.
German (Pape)
[Seite 761] (ἐπίσταμαι), noch dazu verstehen, wissen, Plat. Phaedr. 268 b.
French (Bailly abrégé)
savoir en outre.
Étymologie: πρός, ἐπίσταμαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-επίστᾰμαι bovendien kennen, weten.
Russian (Dvoretsky)
προσεπίσταμαι: сверх того узнавать, кроме того научиться или знать (τι Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
προσεπίσταμαι: ἀποθ., ἐπίσταμαι προσέτι, τι Πλάτ. Φαῖδρ. 268Β, Γραμ. 170Β.
Greek Monolingual
Α ἐπίσταμαι
γνωρίζω καλά κάτι επί πλέον.
Greek Monotonic
προσεπίσταμαι: αποθ., γνωρίζω επιπλέον, σε Πλάτ.