τρυφεραίνομαι
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
English (LSJ)
Pass., to be fastidious, τρυφερανθείς = with a coxcomb's air, Ar.V.688 (anap.).
French (Bailly abrégé)
vivre dans la mollesse.
Étymologie: τρυφερός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρυφεραίνομαι [τρυφερός] verwijfd doen.
Russian (Dvoretsky)
τρῠφεραίνομαι: быть изнеженным: τρυφερανθείς Arph. с томным видом.
Greek (Liddell-Scott)
τρῠφεραίνομαι: Παθ., θρύπτομαι, κάμνω ἰδιοτροπίας, «νάζια», τρυφερανθεὶς Ἀριστοφ. Σφ. 688.
Greek Monotonic
τρῠφεραίνομαι: Παθ., γίνομαι δύστροπος, τρυφερανθείς, έχω τον αέρα του λιμοκοντόρου, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
τρῠφεραίνομαι,
Pass. to be fastidious, τρυφερανθείς with a coxcomb's airs, Ar.