κρεμόω
From LSJ
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
English (LSJ)
Epic fut. of κρεμάννυμι.
French (Bailly abrégé)
fut. épq. de κρεμάννυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρεμόω ep. fut. van κρεμάννυμι.
Russian (Dvoretsky)
κρεμόω: эп. fut. к κρεμάννυμι.
Greek (Liddell-Scott)
κρεμόω: Ἐπικ. μέλλ. τοῦ κρεμάννυμι.
Greek Monotonic
κρεμόω: Επικ. μέλ. του κρεμάννυμι· Αττ. κρεμῶ.