κοΐζω
From LSJ
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
English (LSJ)
cry κοΐ, squeak like a young pig, Ar.Ach.746.
French (Bailly abrégé)
couiner comme le porc.
Étymologie: κοΐ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοΐζω [κοί] 'koi’ zeggen, piepen (als een big).
Russian (Dvoretsky)
κοΐζω: хрюкать Arph.
Greek (Liddell-Scott)
κοΐζω: κράζω κοΐ, γρυλίζω ὡς χοιρίδιον, Ἀριστοφ. Ἀχ. 746· πρβλ. κοάξ.
Greek Monolingual
κοΐζω (Α) κοΐ
1. (για μικρούς χοίρους) κράζω «κοΐ»
2. (για πρόσ.) γρυλλίζω σαν χοίρος.