διαχόω

From LSJ
Revision as of 12:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαχόω Medium diacritics: διαχόω Low diacritics: διαχόω Capitals: ΔΙΑΧΟΩ
Transliteration A: diachóō Transliteration B: diachoō Transliteration C: diachoo Beta Code: diaxo/w

English (LSJ)

A bank up: διαχοῦν τὸ χῶμα complete the mound, Hdt.8.97. 2 block with a mole, πορθμόν Str.9.1.13, cf. 7.4.7.

Spanish (DGE)

1 represar, obstruir con un dique τὸ στόμα τοῦ κόλπου Str.7.4.7, (πορθμόν) Str.9.1.13, las brechas abiertas en los diques PCair.Zen.788.1 (III a.C.).
2 construir, excavar de parte a parte χῶμα una escollera Hdt.8.97
hacer un dique transversal (cf. διάχωμα 1) en un canal de irrigación PRyl.561.7 (III a.C.).

German (Pape)

[Seite 613] einen Damm durchführen; χῶμα ἐς Σαλαμῖνα διαχοῖν Her. 8, 97; Strab. 5, 4, 6 öfter.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
inf. prés. διαχοῦν;
construire une jetée.
Étymologie: διά, χόω.

Russian (Dvoretsky)

διαχόω: насыпать, проводить, строить (χῶμα ἐς Σαλαμῖνα Her.).

Greek (Liddell-Scott)

διαχόω: παλαιὸς τύπος ἀντὶ τοῦ διαχώννυμι (ὃ ἴδε), διαχοῦν τὸ χῶμα, συμπληροῦν τὴν ἐπισώρευσιν τοῦ χώματος, Ἡρόδ. 8. 97. 2) διὰ χώματος ἀποχωρίζω ἢ ὀχυρῶ, Στράβ. 245.

Greek Monotonic

διαχόω: αρχ. τύπος του διαχώννυμι, διαχοῦν τὸ χῶμα, ολοκληρώνουν το ανάχωμα, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

[old form for διαχώννυμι
διαχοῦν τὸ χῶμα to complete the mound, Hdt., διαχώννυμι later in Strab.