δορίκρανος

From LSJ
Revision as of 12:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορῐκρᾱνος Medium diacritics: δορίκρανος Low diacritics: δορίκρανος Capitals: ΔΟΡΙΚΡΑΝΟΣ
Transliteration A: doríkranos Transliteration B: dorikranos Transliteration C: dorikranos Beta Code: dori/kranos

English (LSJ)

ον, spearheaded, λόγχη A.Pers. 148 (lyr., δορυκρ- cod. Med.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à tête de lance.
Étymologie: δόρυ, κράνος.

Russian (Dvoretsky)

δορίκρᾱνος: v.l. = δορύκρανος.

Greek (Liddell-Scott)

δορίκρᾱνος: -ον, ὀ ἔχων κεφαλὴν λόγχης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 148.

Greek Monolingual

δορίκρανος, -ον (Α)
«δορικράνου λόγχης ἰσχύς» — η δύναμη της αιχμηρής λόγχης.

Greek Monotonic

δορίκρᾱνος: -ον (κάρα), αυτός που έχει λόγχη στην κορυφή του, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

δορί-κρᾱνος, ον adj κάρα
spear-headed, Aesch.