εὔθρονος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
Ep. ἐΰθρονος, ον, with beautiful seat or throne, ἐΰθρονος Ἠώς Il.8.565, Od.6.48, al.; Ἀφροδίτα Pi.I.2.5; Ὧραι Id.P.9.60, cf. B.15.3, etc.
German (Pape)
[Seite 1069] ep. ἐΰθρονος, mit schönem Sitz, schönthronend, Eos, Il. 8, 565 Od. 6, 48. 15, 495. 17, 497; Ἀφροδίτη Pind. I. 2, 5, Κλειώ N. 3, 79, Ώραι P. 9, 62, Κάδμου κοῦραι Ol. 2, 22; μήτηρ πάντων ἀθανάτων Ap. Rh. 1, 1094 u. Orph.
French (Bailly abrégé)
épq. ἐΰθρονος;
ος, ον :
au beau siège.
Étymologie: εὖ, θρόνος.
Russian (Dvoretsky)
εὔθρονος: эп. ἐΰθρονος 2 восседающий на прекрасном престоле (Ἠώς Hom.; Ἀφροδίτη Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔθρονος: Ἐπικ. ἐΰθρονος, ον, ἔχων ὡραῖον θρόνον, ἐΰθρονος Ἠὼς Ἰλ. Θ. 565, Ὀδ. Ζ. 48, Ο. 495, Ρ. 497· Ἀφροδίτη Πινδ. Ι. 2. 8· Ὧραι ὁ αὐτ. ἐν Π. 9. 105, κλ.
English (Slater)
εὔθρονος, -ον on splendid thrones εὐθρόνοις Κάδμοιο κούραις (εὔφρονος Π.) (O. 2.22) “εὐθρόνοις ὥραισι” (P. 9.60) εὐθρόνου Κλεοῦς (N. 3.83) Ἀφροδίτας εὐθρόνου (I. 2.5) ]εὐθρονῳ[ Θρ. 2. 2.
Greek Monolingual
εὔθρονος και ἐΰθρονος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραίο θρόνο («ἐΰθρονος Ἠώς», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
εὔθρονος: Επικ. ἐΰ-θρ-, -ον, αυτός που έχει όμορφο θρόνο, σε Όμηρ.