καταπτοέω
From LSJ
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
frighten, Ps.-Luc.Philopatr.29.
German (Pape)
[Seite 1373] einschüchtern; Luc. Philop. 29; Ios.
French (Bailly abrégé)
-οῶ;
frapper de stupeur, acc..
Étymologie: κατά, πτοέω.
Russian (Dvoretsky)
καταπτοέω: пугать, устрашать (τινα Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
καταπτοέω: πτοίαν ἢ πτόησιν ἐμβάλλω, καταφοβῶ, καταπλήττω, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 29· Παθ. ἀόρ. κατεπτώθην (ἐκ διορθώσ. ἀντὶ -επώθην), Γενέσ. 58Α.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-πτοέω schrik aanjagen.