κενταύριον

From LSJ
Revision as of 13:42, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κενταύριον Medium diacritics: κενταύριον Low diacritics: κενταύριον Capitals: ΚΕΝΤΑΥΡΙΟΝ
Transliteration A: kentaúrion Transliteration B: kentaurion Transliteration C: kentavrion Beta Code: kentau/rion

English (LSJ)

v. κενταύρειον.

German (Pape)

[Seite 1417] τό, auch κενταύρειον, eine Pflanzengattung mit mehreren Arten, auch κενταυρίη u. κενταυρίς genannt, Hippocr., Theophr., Diosc.

Russian (Dvoretsky)

κενταύριον: τό Plut. = κενταυρέα.

Greek (Liddell-Scott)

κενταύριον: εἶδος φυτοῦ, Λατ. centaureum (Λουκρήτ. 4. 124, Οὐεργ. Γεωρ. 4. 270), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 3, 6· ἢ -ειον, τό, Σχολ. Νικ.· ὡσαύτως κενταυρίη, Ἱππ. 482. 35· -έα, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 5, 5.

Greek Monolingual

το (ΑΜ κενταύριον Α και κενταύρειον) κένταυρος
νεοελλ.
βοτ. άλλη ονομασία του γένους ερυθραία
μσν.-αρχ.
είδος διακοσμητικών ή φαρμακευτικών φυτών.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κενταύριον -ου, τό zie κενταύρειον.