λιμνασία
From LSJ
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
English (LSJ)
ἡ, marshy ground, Arist. Pr.938a7.
German (Pape)
[Seite 48] ἡ, das Austreten u. Stehenbleiben des Meer- od. Flußwassers, Versumpfen, Arist. probl. 25, 2.
Russian (Dvoretsky)
λιμνασία: ἡ стоячая вода Arst.
Greek (Liddell-Scott)
λιμνᾰσία: ἡ, ἡ στασιμότης τοῦ ὕδατος, Ἀριστ. Προβλ. 25. 2, 3.
Greek Monolingual
λιμνασία, ἡ (Α) λιμνάζω
η στασιμότητα του νερού, το λίμνασμα ή το πλημμυρισμένο έδαφος.