μακρόπνοος
ὁ δὲ παράκλητος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν → but the Comforter, which is the Holy Ghost, whom the Father will send in my name, he shall teach you all things, and bring all things to your remembrance, whatsoever I have said unto you
English (LSJ)
ον, contr. μακρό-πνους, ουν, deep-breathed, or (acc. to others) as substantive μ., ὁ, deep breathing, Hp.Epid.2.3.7, 6.2.4: metaph., ἕλκεις μ. ζόαν… a wearisome life, E.Ph.1535 (lyr.).
Russian (Dvoretsky)
μακρόπνοος: стяж. μακρόπνους 2 долговременный, продолжительный, долгий (ζωά Eur. - v.l. μακρόπονος).
Greek (Liddell-Scott)
μακρόπνοος: -ον, συνῃρ. -πνους, ουν, ὁ κατὰ μακρὰ διαστήματα ἀναπνεόμενος, ἢ (κατ᾿ ἄλλους) ὡς οὐσιαστ., μ., ὁ, ὁ μακρὰ ἀναπνέων, ἀντίθετ. τῷ βραχύπνοος, Ἱππ. 1025C, 1169A· ἕλκεις μακρόπνουν ζωάν, μακρόβιον ζωήν, Εὐρ. Φοίν. 1535.
Greek Monolingual
-η, -ο
βλ. μακρόπνους.
Greek Monotonic
μακρόπνοος: -ον, συνηρ. -πνους, -ουν, αυτός που παίρνει βαθιά ανάσα, αυτός που παρατείνεται για πολύ χρόνο, σε Ευρ.