Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μηλίτης

From LSJ
Revision as of 14:36, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλίτης Medium diacritics: μηλίτης Low diacritics: μηλίτης Capitals: ΜΗΛΙΤΗΣ
Transliteration A: mēlítēs Transliteration B: mēlitēs Transliteration C: militis Beta Code: mhli/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, (μῆλον B) μηλίτης οἶνος A apple or quince wine, cider, Plu.2.648e, Dsc.5.20. II (μῆλον A) μηλῖται ἀριθμοί = arithmetical problems about a number of sheep, Sch.Pl.Chrm.165e, cf. Hero *Deff.135.5.

German (Pape)

[Seite 172] ὁ, 1) von Aepfeln bereitet, οἶνος, Apfelwein, Plut. Symp. 2, 3, 1. – 2) von Schaafen, ἀριθμός, Schol. Plat. 91, eine arithmetische Aufgabe, wodurch eine Zahl von Schaafen bestimmt wird.

Russian (Dvoretsky)

μηλίτης: ου (ῑ) adj. m μῆλον I] яблочный (οἶνος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μηλίτης: -ου, ὁ, (μῆλον Β) οἶνος μ., οἶνος ἐκ μήλων ἢ κυδωνίων, Πλούτ. 2. 648Ε ΙΙ. (μῆλον Α) μ. ἀριθμός, πρόβλημά τι ἀριθμητικὸν περὶ ἀριθμοῦ τινος προβάτων, Σχόλ. Πλάτ. σ. 91· πρβλ. φιαλίτης.

Greek Monolingual

(I)
ο (Α μηλίτης)
αλκοολούχο ποτό που παρασκευάζεται με ζύμωση χυμού μήλων ή ενός μίγματος μήλων και αχλαδιών, που εκχυλίζεται με ή χωρίς την προσθήκη νερού
νεοελλ.
φρ. «μηλίτης μυς» — ο μυς του μήλου της παρειάς, τον οποίο σχηματίζουν οι μυϊκές δεσμίδες του σφιγκτήρα τών βλεφάρων οι οποίες κατέρχονται από τους κανθούς του οφθαλμού και συγκλίνουν προς τη ζυγωματική χώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + κατάλ. -ίτης (πρβλ. δαφνίτης, σελινίτης)].
(II)
μηλίτης, ὁ (Α)
φρ. «μηλῑται ἀριθμοί» — αριθμητικό πρόβλημα σχετικό με τον αριθμό τών προβάτων («θεωρεῑ οὖν [ἡ λογιστική] τοῦτο μὲν τὸ κληθὲν ὑπ' Ἀρχιμήδους βοεικὸν πρόβλημα, τοῦτο δὲ μηλίτας καὶ φιαλίτας ἀριθμούς, τοὺς μὲν ἐπὶ φιαλῶν, τοὺς δὲ ἐπὶ ποίμνης», Σχόλ. Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατον» + κατάλ. -ίτης].