ξανθοχίτων

From LSJ
Revision as of 15:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξανθοχίτων Medium diacritics: ξανθοχίτων Low diacritics: ξανθοχίτων Capitals: ΞΑΝΘΟΧΙΤΩΝ
Transliteration A: xanthochítōn Transliteration B: xanthochitōn Transliteration C: ksanthochiton Beta Code: canqoxi/twn

English (LSJ)

[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, with yellow coat, ῥοιή AP6.102 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 275] ωνος, mit goldgelbem Kleide, goldgelber Schaale, ῥοιή, Philp. 20 (VI, 102).

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
qui a une écorce jaune.
Étymologie: ξανθός, χιτών.

Russian (Dvoretsky)

ξανθοχίτων: (ῐ) adj. в желтой одежке, с румяной кожицей (ῥοιή Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ξανθοχίτων: -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ξανθὸν χιτῶνα, ξανθὸν φλοιόν, ῥοιὴ Ἀνθ. Π. 6. 102.

Greek Monolingual

ξανθοχίτων, -ωνος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει ξανθό εξωτερικό περίβλημα, ξανθό φλοιό, ξανθό χιτώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + χιτών (πρβλ. λευκο-χίτων)].

Greek Monotonic

ξανθοχίτων: [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που φοράει κιτρινωπό χιτώνα ή έχει ξανθωπό φλοιό, σε Ανθ.

Middle Liddell

ξανθο-χίτων, ωνος, ὁ, ἡ,
with yellow coat, Anth.