πανάφυκτος

From LSJ
Revision as of 15:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνάφυκτος Medium diacritics: πανάφυκτος Low diacritics: πανάφυκτος Capitals: ΠΑΝΑΦΥΚΤΟΣ
Transliteration A: panáphyktos Transliteration B: panaphyktos Transliteration C: panafyktos Beta Code: pana/fuktos

English (LSJ)

ον, all-inevitable, βρόχος AP9.396 (Paul. Sil.); ζεῦγμα IG3.1339.

German (Pape)

[Seite 457] ganz u. gar nicht zu entfliehen, βρόχος, unentrinnbar, Paul. Sil. 72 (IX, 396).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'où l'on ne peut s'échapper ; tout à fait inévitable.
Étymologie: πᾶν, ἄφυκτος.

Russian (Dvoretsky)

πᾰνάφυκτος: (ᾰφ) совершенно неизбежный, неминуемый (βρόχος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνάφυκτος: -ον, ὅλως ἄφευκτος, βρόχος Ἀνθ. Π. 9. 396, πρβλ. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 145.

Greek Monolingual

πανάφυκτος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) εντελώς αναπόφευκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἄφυκτος «αναπόφευκτος»].

Greek Monotonic

πᾰνάφυκτος: -ον, αναπόφευκτος, σε Ανθ.

Middle Liddell

πᾰν-άφυκτος, ον,
all-inevitable, Anth.