στιβεύω

From LSJ
Revision as of 15:44, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

διὰ πέτρας καὶ διὰ δρυὸς ὁρᾶν → see through a brick wall, see through rocks and an oak

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῐβεύω Medium diacritics: στιβεύω Low diacritics: στιβεύω Capitals: ΣΤΙΒΕΥΩ
Transliteration A: stibeúō Transliteration B: stibeuō Transliteration C: stiveyo Beta Code: stibeu/w

English (LSJ)

A track out, D.S.5.3, Plu.2.966c; explore, διὰ τῶν εὐλόγων τὸ μέλλον ib.399a:—Pass., στιβευόμενος τόπος ib.918b. II intr., walk, travel, Hsch.

German (Pape)

[Seite 942] = στιβέω, von Hunden, D. Sic. 5, 3; καὶ ἰχνοσκοπεῖν, Plut. de Pyth. or. 10.

French (Bailly abrégé)

suivre à la piste, explorer pas à pas ; Pass. τόπος στιβευόμενος PLUT lieu où l'on suit une piste ; fig. explorer, sonder.
Étymologie: στίβος.

Russian (Dvoretsky)

στῐβεύω:
1) отыскивать след, выслеживать Diod., Plut.: ὁ στιβευόμενος τόπος Plut. место выслеживания зверя;
2) исследовать, пытаться узнать (τὸ μέλλον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

στῐβεύω: ἀνιχνεύω, Διόδ. 5. 3, Πλούτ. 2. 966C· ἐξερευνῶ, τὸ μέλλον αὐτόθι 399Α. ― Παθ., στιβευόμενος τόπος αὐτόθι 918Β. ΙΙ. ἀμετάβ., βαδίζω, ὁδοιπορῶ, ταξειδεύω, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α στιβεύς
1. ανιχνεύω, ιχνηλατώ («διὰ... τὴν ἀπὸ τῶν... ἀνθῶν εὐωδίαν, λέγεται τοὺς κυνηγεῖν εἰωθότας κύνας μὴ δύνασθαι στιβεύειν», Διόδ.)
2. εξερευνώ, εξετάζω («στιβεύειν διὰ τῶν εὐλόγων τὸ μέλλον», Διόδ.)
3. βαδίζω, οδοιπορώ, ταξιδεύω.