ἀμφίκομος
English (LSJ)
ον, A with hair all round, AP9.516 (Crin.). 2 thick-leafed, θάμνῳ ὑπ' ἀμφικόμῳ Il.17.677, cf. Archestr.Fr.9.
Spanish (DGE)
-ον
I 1frondoso, espeso, tupido θάμνῳ ὑπ' ἀμφικόμῳ Il.17.677, ἀκαλήφη Archestr.9.6, ἄλσος Poll.1.229, κλάδος Poll.1.236.
2 con melena a ambos lados λῃσταὶ λασίαις ἀμφίκομοι κεφαλαῖς bandidos con espesas melenas que les caen a ambos lados de la cabeza, AP 9.516 (Crin.).
II subst. ὁ ἀ. cierta piedra preciosa, llamada tb. erotylos Plin.HN 37.160.
German (Pape)
[Seite 140] (κόμη), Hom. einmal, θάμνος, ringsum, dicht belaubt, Il. 17, 677; dicht behaart Archest. Ath. 285 c; Crin. 32 (IX, 516).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 couvert de cheveux;
2 couvert de feuilles.
Étymologie: ἀμφί, κόμη.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίκομος:
1) густо обросший волосами: ἀμφίκομοι κεφαλαῖς Anth. длинноволосые;
2) густолиственный (θάμνος Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίκομος: -ον, ὁ πανταχόθεν κομῶν, Ἀνθ. Π. 9. 516. 2) πυκνόφυλλος, θάμνῳ ὑπ’ ἀμφικόμῳ Ἰλ. Ρ. 677, πρβλ. Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 285C.
English (Autenrieth)
(κόμη): surrounded by foliage, leafy, Il. 17.677†.
Greek Monolingual
ἀμφίκομος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει μαλλιά ολόγυρα
2. αυτός που έχει πυκνό φύλλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -κομος < κόμη.
Greek Monotonic
ἀμφίκομος: -ον (κόμη), αυτός που έχει τριγύρω μαλλιά, σε Ανθ.
2. αυτός που έχει πυκνό φύλλωμα, σε Ομήρ. Ιλ.