ἀμφιπεριτρύζω
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
chirp, twitter round about, AP5.236 (Agath.).
Spanish (DGE)
piar alrededor χελιδόνες AP 5.237 (Agath.), cf. Gr.Naz.M.37.1506A.
German (Pape)
[Seite 142] ringsum zwitschern, Agath. 12 (V, 237).
French (Bailly abrégé)
roucouler alentour.
Étymologie: ἀμφί, περιτρύζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιπεριτρύζω: щебетать кругом, наполнять воздух щебетанием (ἀμφιπεριτρύζουσι χελιδόνες Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιπεριτρύζω: τιτίζω ὁλόγυρα, «τσυτσυρίζω» ὡς ἡ χελιδών, κτλ., Ἀνθ. Π. 5. 237.
Greek Monolingual
ἀμφιπεριτρύζω (Μ)
τιτιβίζω ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + περιτρύζω.
Greek Monotonic
ἀμφιπεριτρύζω: κελαηδώ ή τιτιβίζω ολόγυρα, σε Ανθ.