ἀποπετάννυμι
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
spread out, τρίβωνα D.L.6.77:—also ἀποπετάζω, Aq.Ex.5.4,al.
Spanish (DGE)
extender τὸν τρίβωνα D.L.6.77.
German (Pape)
[Seite 319] (s. πετάννυμι), auseinander breiten, Diog. L. 6, 77.
Russian (Dvoretsky)
ἀποπετάννῡμι: распахивать одежду Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπετάννυμι: ἀνοίγω, σηκώνω, ἀποπετάσαντες τὸν τρίβωνα (τὸν καλύπτοντα τὸν Διογένη) ἔκπνουν αὐτὸν καταλαμβάνουσιν Διογ. Λ. 6. 77: ὡσάυτως ἀποπετάζω, Ἀκύλ. Παλ. Διαθ.
Greek Monolingual
ἀποπετάννυμι κ. άποπετάζω (Α)
ανοίγω, σηκώνω.