ἐδητύς
ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge
English (LSJ)
ύος, ἡ, meat, food, in Hom. always in phrase, αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο = but when they had put from them the desire for food and drink Il.1.469, etc.; exc. Od.6.250 δηρὸν γὰρ ἐδητύος ἦεν ἄπαστος = for long had he been without taste of food.
Spanish (DGE)
-ύος, ἡ
comida, alimento πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο Il.1.469, h.Ap.513, cf. Il.11.780, h.Cer.200, δηρὸν γὰρ ἐδητύος ἦεν ἄπαστος Od.6.250, οὐδὲ γὰρ αὐτῶν ἔτλη τις πάσσασθαι ἐδητύος ninguno de ellos se atrevió a tomar alimento A.R.1.1072, cf. 2.228, 269, ἐδητύος ἰσχανόωντες Q.S.4.221, ἵμερον ... ἐδητύος Orph.L.723, cf. Opp.H.1.135, 3.455.
German (Pape)
[Seite 715] ύος, ἡ, Speise, Essen, Od. 4, 788 u. öfter, neben πόσις; übh. Nahrung, 6, 250.
French (Bailly abrégé)
ύος (ἡ) :
le manger ; nourriture en gén.
Étymologie: ἔδω.
Russian (Dvoretsky)
ἐδητύς: ύος ἡ Hom. = ἔδεσμα.
Greek (Liddell-Scott)
ἐδητύς: -ύος, ἡ, τροφή, φαγητόν, παρ’ Ὁμήρῳ ἀείποτε ἐν τῇ φράσει: πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο, ἐκορέσθησαν ἐσθίοντες καὶ πίνοντες, Ἰλ. Α. 469. κτλ.· πλὴν ἐν Ὀδ. Ζ. 250, δηρὸν γὰρ ἐδητύος ἦεν ἄπαστος.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ἐδητύς, η (Α)
φαγητὸ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έδω. Η λ. μαρτυρείται μόνο στη γενική και κυρίως στην πολύ συνήθη ομηρική φράση: «πόσιος και εδητύος εξ έρον έντο». Η προέλευση του -η- στον τ. είναι αβέβαιη. Πιθ. η λ. σχηματίστηκε αναλογικά προς τα αγορητύς, βοητύς κ.ά.].
Greek Monotonic
ἐδητύς: -ύος, ἡ, τροφή, φαγητό, (ἔδω), σε Όμηρ.