ἐναμβλύνω

From LSJ
Revision as of 19:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναμβλύνω Medium diacritics: ἐναμβλύνω Low diacritics: εναμβλύνω Capitals: ΕΝΑΜΒΛΥΝΩ
Transliteration A: enamblýnō Transliteration B: enamblynō Transliteration C: enamvlyno Beta Code: e)namblu/nw

English (LSJ)

deaden or discourage besides, τοὺς συνάρχοντας Plu.Nic. 14.

Spanish (DGE)

1 desanimar τοὺς συνάρχοντας Plu.Nic.14.
2 en v. med.-pas. obcecarse τί οὖν τῷ ἀλλοτρίῳ ἐναμβλύνῃ ὡς σῷ; Nil.M.79.1164A.

German (Pape)

[Seite 826] daran abstumpfen, καὶ τὴν ἀκμὴν διαφθεῖραι Plut. Nic. 14.

French (Bailly abrégé)

émousser.
Étymologie: ἐν, ἀμβλύνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐναμβλύνω: досл. притуплять, перен. расхолаживать (τινά Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐναμβλύνω: καθιστῶ τι ἐσωτερικῶς ἀμβλύ, μεταφορ., ἀθυμίαν παρέχω, καθιστῶ τινα ἄτολμον, Πλουτ. Νικ. 14.

Greek Monolingual

ἐναμβλύνω (Α)
1. κάνω κάτι εσωτερικά αμβλύ
2. μτφ. κάνω κάποιον άτολμο, αποθαρρύνω.

Greek Monotonic

ἐναμβλύνω: [ῡ], συγκρατώ, κατασιγάζω, εξασθενίζω, αποθαρρύνω, σε Πλούτ.

Middle Liddell


to deaden or discourage besides, Plut.