ἐπακουός

From LSJ
Revision as of 19:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπᾰκουός Medium diacritics: ἐπακουός Low diacritics: επακουός Capitals: ΕΠΑΚΟΥΟΣ
Transliteration A: epakouós Transliteration B: epakouos Transliteration C: epakouos Beta Code: e)pakouo/s

English (LSJ)

όν, attentive to, c. gen., ἀγορῆς ἐπακουὸν ἐόντα Hes.Op. 29, cf. Call.Fr.236; cf. ἐπηκοος.

German (Pape)

[Seite 897] zuhörend; τινός, Hes. O. 29; Callim. frg. 236. Vgl. ἐπήκοος.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui prête l'oreile à, qui écoute, gén..
Étymologie: ἐπακούω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπᾰκουός: слушающий, внемлющий (τινος Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπᾰκουός: -όν, (ἐπακούω), ἀκροατής, ἀγορῆς ἐπακουὸν ἐόντα, ἀκροατὴν τῶν διαδικασιῶν ἐν τῇ ἀγορᾷ ἔνθα ἐγίνοντο αἱ δίκαι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 29, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 236˙ ἀλλαχοῦ ἐπήκοος.

Greek Monolingual

ἐπακουός, -όν (Α) ακούω
1. (με γεν.) προσεκτικός, προσηλωμένος ακροατής («ἀγορῆς ἐπακουόν ἐόντα», Ησίοδ.)
2. επήκοος.
-η, -ο
δημδ. τ. αντί υπάκουος.

Greek Monotonic

ἐπᾰκουός: -όν, επιμελής, με γεν., σε Ησίοδ.

Middle Liddell

ἐπᾰκουός, όν
attentive to, c. gen., Hes. [from ἐπᾰκούω]