ἐφώριος

From LSJ
Revision as of 20:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφώριος Medium diacritics: ἐφώριος Low diacritics: εφώριος Capitals: ΕΦΩΡΙΟΣ
Transliteration A: ephṓrios Transliteration B: ephōrios Transliteration C: eforios Beta Code: e)fw/rios

English (LSJ)

ον, (ὥρα) mature, AP9.563 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 1124] (ὥρα), zeitig, Leon. Tar. 45 (IX, 563).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
opportun.
Étymologie: ἐπί, ὥρα.

Russian (Dvoretsky)

ἐφώριος: созревший, спелый (sc. ὀπώρα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐφώριος: -ον, (ὥρα) πέπειρος, ὥριμος, Ἀνθ. Π. 9. 563.

Greek Monolingual

ἐφώριος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται στον κατάλληλο καιρό, στην ώρα του, ώριμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὥριος ποιητ. τ. του ὡραῖος «ώριμος, ευρισκόμενος στην κατάλληλη ώρα» (< ὥρα)].

Greek Monotonic

ἐφώριος: -ον (ὥρα), ώριμος, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἐφ-ώριος, ον [ὥρα]
mature, Anth.