ἑταιρόσυνος
From LSJ
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
η, ον, friendly, afriend, AP12.247 (Strat.).
German (Pape)
[Seite 1047] ον, befreundet, ἑταῖρος in obseönem
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
lié d’amitié en mauv. part.
Étymologie: ἑταῖρος.
Russian (Dvoretsky)
ἑταιρόσυνος: сдружившийся, связанный дружбой Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἑταιρόσυνος: -η, -ον, φιλικός, φίλος, Ἀνθ. Π. 12. 247.
Greek Monolingual
ἑταιρόσυνος, -η, -ον (Α)
φίλος, φιλικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εταίρος + -οσυνος (πρβλ. χαρμ-όσυνος)].
Greek Monotonic
ἑταιρόσυνος: -η, -ον, φιλικός, φίλος, οικείος, γνώριμος, σε Ανθ.