ὑποκατάκλισις
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
εως, ἡ, metaph., taking a lower place, compliance, servility, Plu.2.58c (pl.); a humiliation, Hld.10.25.
German (Pape)
[Seite 1219] ἡ, das Darunterlegen, Sp.; – Nachgiebigkeit, Fügsamkeit, Schmeichelei; Plut. discr. ad. et am. 23; Heliod.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
acte de condescendance, concession.
Étymologie: ὑποκατακλίνω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποκατάκλισις: εως ἡ преклонение, уступка (ὑποκατακλίσεις καὶ ἀναχωρήσεις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκατάκλῐσις: -εως, ἡ, τὸ ὑποκατακλίνεσθαι· - μεταφορ., ὑποταγή, ὑποχώρησις, ταπείνωσις, Πλούτ. 2. 58D, Ἡλιόδ. 10. 25.
Greek Monolingual
-ίσεως, ἡ, ΜΑ ὑποκατακλίνω
μσν.
πλαγιασμα, ξάπλωμα κάτω από κάτι
αρχ.
(κυρίως μτφ.) α) υποταγή
β) ταπείνωση.