ἀπανδρίζομαι
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
stand manfully, πρός τι Callistr.Stat.4.
Spanish (DGE)
hacerse hombre Callistr.4.4.
German (Pape)
[Seite 278] sich männlich zeigen, πρός τι Callistr. stat. 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπανδρίζομαι: ἀποθ. ὑπομένω, ἀντέχω, ἀνδρικῶς, πρὸς τὸ τῆς ἀκμῆς φλογῶδες εἰωθότων ἀπανδρίζεσθαι Καλλίστρ. Ἐκφρ. 895.