ἀπομυκτηρίζω
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
turn up the nose at, Hsch. s.v. ἀποσκαμυνθίζειν:—also ἀπο-μυκτίζω, Luc.DMeretr.7.3(s.v.l.).
Spanish (DGE)
sonarse como burla, Luc.DMeretr.7.3 (cód.), Hsch.s.u. ἀποσκαμυνθίζειν.
German (Pape)
[Seite 316] mit Nasenrümpfen verwerfen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπομυκτηρίζω: ἐμπαίζω τινὰ διὰ μορφασμῶν τῶν μυκτήρων, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀποσκαμυνθίζειν (Κῶδ. -ιάζειν): ― ἐπίσης, ἀπομυκτίζω, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 7. 3.