τηλέμαχος
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
ον, A fighting from afar, Ἄρτεμις Luc.Lex.12. II in Hom. pr. n., Τηλέμαχος, ὁ, son of Odysseus: Arc. Τηλίμαχος (influenced by the opposite ἀγχίμαχος, as conversely ἀγχέμαχος by τηλέμαχος) IG5(2).1.53 (Tegea, iv B.C.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui combat de loin, càd avec des armes de jet.
Étymologie: τῆλε, μάχομαι.
Mantoulidis Etymological
(=ὁ γιός τοῦ Ὀδυσσέα). Ἀπό τό τῆλε + μάχομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη τῆλε.