λαμπαδηφόρος
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
English (LSJ)
ὁ, torch-bearer, torchbearer, torch bearer, lampadephore, lampadist A.Ag.312, Ar.Fr.442, IG22. 1250, 2.965b28: -οι, title of play by Philetaerus; but also, candelabra, JRS18.162 (Jerash, iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 11] fackeltragend, Aesch. Ag. 303. Nach Hesych. hieß so der im Fackelwettlauf gesiegt hatte.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte un flambeau dans les sacrifices.
Étymologie: λαμπάς, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
λαμπᾰδηφόρος: ὁ факелоносец Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
λαμπᾰδηφόρος: ὁ, ὁ φέρων λαμπάδα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 312, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 105, Συλλ. Ἐπιγρ. 4555.
Spanish
Greek Monolingual
ο (AM λαμπαδηφόρος)
αυτός που παίρνει μέρος σε λαμπαδηφορία
μσν.
ο λαμπαδάριος
αρχ.
1. κηροπήγιο
2. στον πληθ. οί λαμπαδηφόροι
τίτλος θεατρικού έργου του Φιλεταίρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπάς, -άδος + -φόρος (< φέρω). Το -η- του τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους].
Greek Monotonic
λαμπᾰδηφόρος: ὁ (φέρω), αυτός που φέρει πυρσό, αυτός που κρατά λαμπάδα, λαμπαδηδρόμος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
λαμπᾰδη-φόρος, ὁ, φέρω
a torch-bearer, Aesch.
Léxico de magia
-ον que porta una antorcha de una figura modelada de Eros λαβὼν κηρὸν τυρρηνικὸν μεῖξον αὐτῷ πᾶν γένος ἀρωμάτων καὶ ποίησον Ἔρωτα ... λαμπαδηφόρον toma cera tirrénica, mézclale toda clase de plantas aromáticas y modela un Eros portando una antorcha P XII 18