καταπονῶ
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
καταπονώ και καταπονάω (AM καταπονῶ, καταπονέω, Μ και καταπονάω) κατάπονος
καταβάλλω προξενώντας μεγάλο κόπο σε κάποιον, κουράζω, εξαντλώ
νεοελλ.-μσν.
υπερνικώ, υπερισχύω, υπερτερώ σε δύναμη
μσν.-αρχ.
1. χωνεύω τροφή
2. νικώ, κυριεύω
3. ταλαιπωρώ, βασανίζω
4. παθ. καταπονούμαι, καταπονέομαι
α) φθείρω, περιορίζω, ελαττώνω
β) κακομεταχειρίζομαι, δυναστεύω
5. μέσ. καταπονοῦμαι, καταπονέομαι
ζημιώνομαι, βγαίνω νικημένος σε δίκη
6. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταπεπονηκώς, καταπεπονηκυῖα, καταπεπονηκός
ολέθριος, καταστρεπτικός.