τριπέδων

From LSJ
Revision as of 16:45, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριπέδων Medium diacritics: τριπέδων Low diacritics: τριπέδων Capitals: ΤΡΙΠΕΔΩΝ
Transliteration A: tripédōn Transliteration B: tripedōn Transliteration C: tripedon Beta Code: tripe/dwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, ἡ, (πέδη) a slave who has been often in fetters, Ar.Byz. ap. Hdn.Epim.289, Eust.725.30, 1542.49.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐπέδων: -ωνος, ὁ, ἡ, (πέδη) δοῦλος τρὶς δεσμευθείς, ἢ κάλλιον «ὁ πολλάκις πεδηθεὶς κακοῦργος δοῦλος», Λατιν. trifuncifer, Εὐστάθ. 1542. 49, ἴδε Bgk. ἐν Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 2, σελ. 974.

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, ἡ, Μ
δούλος ή κακοποιός που του έχουν βάλει δεσμά τρεις ή και περισσότερες φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + πέδων (< πέδη «δεσμός»), πρβλ. ὀψιπέδων.

German (Pape)

ωνος, ὁ, ein böser Sklave, der dreimal, d.i. oft die Fesseln getragen hat, Eust.