περιρρώξ
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (LSJ)
ῶγος, ὁ, ἡ, broken off all round, abrupt, πέτρα ἀπότομος καὶ π. Plb.9.27.4, cf. D.H.9.15 (=Plb.Fr.200).
Russian (Dvoretsky)
περιρρώξ: ῶγος adj. кругом обрывистый (πέτρα ἀπότομος καὶ π. Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
περιρρώξ: -ῶγος, ὁ, ἡ, ἀπόκρημνος πανταχόθεν, πέτρα ἀπότομος καὶ π. Πολύβ. 9. 27, 4, πρβλ. Διον. Ἁλ. 9. 15· πρβλ. ἀπορρώξ.
Greek Monolingual
-ῶγος, ὁ, ἡ, Α
(για βράχους, βουνά, ακτές) απόκρημνος από παντού, απότομος ολόγυρα («πέτρα ἀπότομος καὶ περιρρώξ», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ῥώξ, λ. που απαντά μόνο στην αιτ. πληθ. ῥῶγας (< θ. ρωγ- του ῥήγνυμι, πρβλ. παρακμ. ἔρ-ρωγ-α), πρβλ. από-ρρωξ, κατά-ρρωξ].
German (Pape)
ῶγος, ὁ, ἡ, ringsherum abgerissen, schroff, steil, πέτρα, Pol. 9.27.4.