πολύρροδος

From LSJ
Revision as of 17:00, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύρροδος Medium diacritics: πολύρροδος Low diacritics: πολύρροδος Capitals: ΠΟΛΥΡΡΟΔΟΣ
Transliteration A: polýrrodos Transliteration B: polyrrodos Transliteration C: polyrrodos Beta Code: polu/rrodos

English (LSJ)

ον, abounding in roses, λειμῶνες Ar.Ra.449 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
plein de roses.
Étymologie: πολύς, ῥόδον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύρροδος -ον [πολύς, ῥόδον] rijk aan rozen.

Russian (Dvoretsky)

πολύρροδος: обильно поросший розами (λειμών Arph.).

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πολλά ρόδα, πολλά τριαντάφυλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ῥόδον (πρβλ. φοινικό-ρροδος].

Greek Monotonic

πολύρροδος: -ον, άφθονος σε τριαντάφυλλα, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύρροδος: -ον, (ῥόδον) ὁ ἔχων ἀφθονίαν ῥόδων, λειμὼν Ἀριστοφ. Βάτρ. 548.

Middle Liddell

πολύρ-ροδος, ον, ῥόδον
abounding in roses, Ar.

English (Woodhouse)

full of roses

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

German (Pape)

mit vielen Rosen, rosenreich, Ar. Ran. 449, λειμών.