συνθοινάτωρ

From LSJ
Revision as of 17:05, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθοινάτωρ Medium diacritics: συνθοινάτωρ Low diacritics: συνθοινάτωρ Capitals: ΣΥΝΘΟΙΝΑΤΩΡ
Transliteration A: synthoinátōr Transliteration B: synthoinatōr Transliteration C: synthoinator Beta Code: sunqoina/twr

English (LSJ)

[ᾱ], ορος, ὁ, partaker in a feast, E.El.638.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
compagnon de table, convive.
Étymologie: σύν, θοινάτωρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-θοινάτωρ, -ορος, ὁ [σύν, θοίνη] mede-deelnemer aan een feestmaal, feestdisgenoot.

Russian (Dvoretsky)

συνθοινάτωρ: ορος (ᾱ) ὁ соучастник пиршества, сотрапезник Eur.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, Α
μέτοχος σε ευωχία, σε συμπόσιο, συμποσιαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θοινάτωρ «συμποσιαστής, ευωχούμενος» (< θοινῶ «τρώγω, παρέχω συμπόσιο»)].

Greek Monotonic

συνθοινάτωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, αυτός που λαμβάνει μέρος σε συμπόσιο, συνδαιτυμόνας, συμποσιαστής, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

συνθοινάτωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, μέτοχος ἐν τῇ εὐωχίᾳ, λαμβάνων μέρος εἰς αὐτήν, συνδαιτημὼν ἐν εὐωχίᾳ, Ἠλ. 638.

Middle Liddell

συν-θοινάτωρ, [ᾱ], ορος, ὁ,
a partaker in a feast, Eur.

English (Woodhouse)

guest at a feast

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

German (Pape)

[ᾱ], ορος, ὁ, der Mitschmausende, Eur. El. 638.