εὐσύμβλητος

From LSJ
Revision as of 17:06, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσύμβλητος Medium diacritics: εὐσύμβλητος Low diacritics: ευσύμβλητος Capitals: ΕΥΣΥΜΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: eusýmblētos Transliteration B: eusymblētos Transliteration C: efsymvlitos Beta Code: eu)su/mblhtos

English (LSJ)

old Att. εὐξύμβλητος, ον, = εὐσύμβολος (easy to divine, easy to understand) 1, τέρας Hdt. 7.57 ; ἥδ' οὐκέτ' εὐξύμβλητος ἡ χρησμῳδία A. Pr. 775.

French (Bailly abrégé)

anc. att. εὐξύμβλητος;
ος, ον :
facile à conjecturer, à deviner.
Étymologie: εὖ, συμβάλλω.

Russian (Dvoretsky)

εὐσύμβλητος: староатт. εὐξύμβλητος 2 легко разгадываемый, нетрудный для истолкования (χρησμῳδία Aesch.; τέρας Her.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐσύμβλητος: καὶ ἀρχ. Ἀττ. εὐξύμβλητος, ον, = τῷ ἑπομ., τέρας εὐσ. Ἡρόδ. 7. 57· ἥδ’ οὐκέτ’ εὐξύμβλητοςχρησμῳδία Αἰσχύλ. Πρ. 775.

Greek Monolingual

εὐσύμβλητος και εὐξύμβλητος, -ον (Α)
αυτός που μαντεύεται ή κατανοείται εύκολα («ἥδ' οὐκέτ' εὐξύμβλητοςχρησμῳδία», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συμ-βλητός (< συμβάλλω)].

Greek Monotonic

εὐσύμβλητος: αρχ. Αττ. εὐ-ξυμβ-, -ον, = το επόμ., σε Ηρόδ., Αισχύλ.

Middle Liddell

= εὐσύμβολος, Hdt., Aesch.]

English (Woodhouse)

intelligible, easy to conjecture, easy to divine, easy to guess, easy to understand

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

German (Pape)

leicht zu erraten, zu verstehen, χρησμῳδία εὐξ. Aesch. Prom. 777; τέρας Her. 7.57.