συνεπιχειρέω

From LSJ
Revision as of 17:08, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιχειρέω Medium diacritics: συνεπιχειρέω Low diacritics: συνεπιχειρέω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΧΕΙΡΕΩ
Transliteration A: synepicheiréō Transliteration B: synepicheireō Transliteration C: synepicheireo Beta Code: sunepixeire/w

English (LSJ)

make an attempt together upon, πανταχόθεν ἅμα τοῖς πολεμίοις Plb.3.84.1.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
attaquer ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐπιχειρέω.

Russian (Dvoretsky)

συνεπιχειρέω: вместе или сразу нападать (τοῖς πολεμίοις Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιχειρέω: ἐπιχειρῶ ὁμοῦ, ἐπιτίθεμαι ὁμοῦ, συνεπεχείρει πανταχόθεν ἅμα τοῖς πολεμίοις Πολύβ. 3. 84. 1.

Greek Monotonic

συνεπιχειρέω: μέλ. -ήσω, επιτίθεμαι, επιδίδομαι σε πολεμική επιχείρηση από κοινού, σε Πολύβ.

Middle Liddell

to attack together, Polyb.

German (Pape)

mit, zugleich angreifen, τοῖς πολεμίοις Pol. 3.84.1.