ὁμιχλώδης
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
German (Pape)
[Seite 332] ες, nebelartig, wolkig, trübe; καὶ τὸ νοτερόν, Tim. Locr. 99 c; ἡμέρα, Pol. 3, 84, 1; ἀχλύς, 34, 11, 15; Plut.
Russian (Dvoretsky)
ὁμιχλώδης:
1 туманный, мглистый (ἡμέρα Polyb.; νύκτες Plut.);
2 похожий на туман (ἀναθυμίασις Plut.).